μπαρόβιος

μπαρόβιος
-α, -ο
τακτικός θαμώνας τών μπαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρ + συνδετικό φωνήεν -ο- + βίος (πρβλ. μηχανό-βιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”